μικροαμπέρ

μικροαμπέρ
Μονάδα έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, που ισοδυναμεί με το ένα εκατομμυριοστό του Αμπέρ (10-6 Α). Συμβολίζεται με μΑ.
* * *
το
(ηλεκτρολ.) μονάδα έντασης τού ηλεκτρικού ρεύματος ίση με ένα εκατομμυριοστό τού αμπέρ και με σύμβολο μΑ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό της λ., πρβλ. αγγλ. microampere].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”